- αφίλιωτος
- η , ο , αφίλίωτος, ος , ον1) не помирившийся, не примирившийся; 2) непримиримый; враждебный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀφιλίωτος — not to be made a friend of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφίλιωτος — η, ο αδιάλλακτος, άσπονδος … Dictionary of Greek
αφίλιωτος — η, ο αυτός που δε συμφιλιώνεται ή δε συμφιλιώθηκε: Μάλωσαν πριν από πολύ καιρό, αλλά είναι ακόμη αφίλιωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφιλίωτον — ἀφιλίωτος not to be made a friend of masc/fem acc sg ἀφιλίωτος not to be made a friend of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγάπιστος — η, ο [αγαπίζω] αυτός που δεν συμφιλιώθηκε ή δεν συμφιλιώνεται, αφίλιωτος … Dictionary of Greek